-
1 πονω-πόνηρος
πονω-πόνηρος, alte f. L. für πόνῳ πονηρός Ar. Vesp. 466 Lys. 350.
-
2 πονώ
πονέωwork hard: pres subj act 1st sg (attic epic doric)πονέωwork hard: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 πονῶ
πονέωwork hard: pres subj act 1st sg (attic epic doric)πονέωwork hard: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 πονώ
(ε), πονάω 1. αμετ.1) чувствовать, испытывать боль; болеть (о чём-л.);πονει — болит;
μου πονει το στομάχι — у меня болит желудок;
2) страдать, мучиться;§ του πονεί το δοντάκι γι' αυτή — он влюблён в неё;
2. μετ.1) причинять боль, муки, страдания; 2) болеть душой (за кого-л.), сочувствовать, сострадать (кому-л.); τον πόνεσε η ψυχή μου у меня душа ва него болела; 3) дорожить (чём-л.), жалеть, беречь (что-л.);δεν πονώ τα λεφτά μου — не жалеть своих денег;
4) тосковать (по родине, дому, родным);πονώ τον τόπο (τα παιδιά) μου — тосковать по родине (по детям);
§ πού σε πονεί και πού σε σφάζει — его безжалостно избили
-
5 πόνω
πόνοςwork: masc nom /voc /acc dualπόνοςwork: masc gen sg (doric aeolic)——————πόνοςwork: masc dat sg -
6 πόνῳ
Βλ. λ. πόνω -
7 πονώ
[поно] р. (αμτβ.) чувствовать боль, страдать, мучиться.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πονώ
-
8 πονώ
[поно] ρ (αμτβ) чувствовать боль, страдать, мучиться. -
9 πονώ
1) blesser2) mal -
10 πονώ
1) boleć czas.2) ból (m) rzecz.3) kaleczyć czas.4) ranić czas. -
11 πονώ
1) bolest2) poranit3) poškodit4) ranit5) ublížit6) zranit -
12 πονώ
1) ache2) hurtΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πονώ
-
13 πόνωι
πόνῳ, πόνοςwork: masc dat sg -
14 ağrıtmak
πονώ, προκαλώ πόνο! -
15 boleć
πονώ -
16 πόνος
πόνος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις, -ους.)a labour, trialἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
[ πόνων (coni. Er. Schmid: βωμῶν, βωμῷ codd.) O. 10.25]εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον i. e. the voyage of the Argo P. 4.178 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον i. e. of ploughing with the bulls of Aietes P. 4.243πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.42
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78 “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.89
ἐμοὶ δὲ τοῦτ[ον δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον (Π̆{S}: πορον Π: sc. of creating poetry) Πα. 7B. 22. ]γὰρ ἐπῆν πόνος Pae. 8.88
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143 νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις ἑλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. esp., of athletic effort,ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.
15.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον, οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις I. 3.17
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.25
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
fig., ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας i. e. of catching fish P. 2.79b work, that upon which one labo<*>rs μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον i. e. honeycomb P. 6.54 πόνοι χορῶν[ ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 16, cf.χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα N. 3.12
-
17 πόνος
πόνος, ὁ, Arbeit; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. ἔργον, bes. ἔργον πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein πόνος = μάχη, 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσϑαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔϑηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; ἄνευϑε πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιϑέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῠροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang εἰνάλιος πόνος, P. 2, 79; πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für Noth, Leiden, σῶν ὑπερστένω πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῠσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; πόνος πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελϑὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ καλῶς, μέγας πόνος, Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; ἔνϑα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς πόνος; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
-
18 πονος
ὅ1) труд, работа, усилие, напряжениеμετὰ πολλοῦ πόνου Plat. и μαχρῷ πόνῳ Aesch. — с большим трудом;
πόνον τίθεσθαι Hom. или παρέχειν τινί Plat. — заставлять кого-л. трудиться, доставить кому-л. хлопоты;τετραπλάσιον πόνον ἀναλίσκειν ἐπί τινι Plat. — затрачивать вчетверо больше труда на что-л.;μηδένα πόνον λαβών Her. — не затрачивая никакого труда;οἱ κατὰ τὰ σώματα πόνοι Plat. — телесные напряжения, физический труд2) дело, занятиеπ. ἄλλος ἔπειγεν Hom. — другое дело звало (меня);
ἐνάλιος π. Pind. — рыболовство;π. ὅ μέ φοβῶν Soph. — дело, не сопряженное с опасностями3) тягота, забота(στρατιωτικοὴ πόνοι Xen.)
π. πόνῳ πόνον φέρει погов. Soph. — одна забота порождает другую4) страдание, мучение, мука, боль, скорбь(π. καὴ κήδεα Hom.)
πόνους πονεῖν Soph. — испытывать страдания5) заболевание, болезньἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὅ π. Thuc. — за короткое время болезнь спускалась в грудную полость
6) плод трудов, произведениеμελισσᾶν π. Pind. = τὸ μέλι;
τεκτόνων π. Soph. = ἥ οἰκία;τοὺς πόνους τινὸς ἔχειν Xen. — пользоваться плодами чужих трудов7) битва, бой(π. καὴ νεῖκος Hom.)
ἔχειν πολὺν πόνον Hom. — вести большое сражение;ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ὅ πολέμαρχος διαφθείρεται Her. — в этом-то сражении убит (был) полемарх -
19 болеть
I болеть I 1) (чём-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ 2) спорт., разг.: \болеть за кого-л. είμαι φίλαθλος ( κάποιου) II болеть II (испытывать боль) πονώ' что у вас \болетьйт? τι σας πονάει; у меня \болетьнт горло έχω τα λαιμά μου* * *I1) (чем-л.) αρρωσταίνω, ασθενώ2) спорт., разг.IIболе́ть за кого́-л. — είμαι φίλαθλος (κάποιου)
( испытывать боль) πονώчто у вас боли́т? — τι σας πονάει
у меня́ боли́т го́рло — έχω τα λαιμά μου
-
20 больно
больно 1. предик, πονά(ει) мне \больно μου πονά(ει), πονώ 2. нареч.: \больно ударить кого-л. χτυπώ δυνατά κάποιον* * *1. предик.2. нареч.мне бо́льно — μου πονά(ει), πονώ
бо́льно уда́рить кого́-л. — χτυπώ δυνατά κάποιον
См. также в других словарях:
πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… … Dictionary of Greek
πονώ — πονάω / πονώ, πόνεσα, πονεμένος βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πονώ — πόνεσα, πονεμένος 1. μτβ., προξενώ πόνο σωματικό ή ψυχικό, λύπη σε κάποιον: Με πάτησες και πόνεσα άσχημα. – Με πόνεσε ο λόγος σου. 2. αμτβ., νιώθω πόνο σωματικό ή ψυχικό: Πόνεσα πολύ όταν τον είδα σ αυτή την κατάσταση. 3. νιώθω συμπάθεια, στοργή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονῶ — πονέω work hard pres subj act 1st sg (attic epic doric) πονέω work hard pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνῳ — πόνος work masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνωι — πόνῳ , πόνος work masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
κενοπονώ — κενοπονῶ, έω (Α) κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πονῶ (< πόνος < πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, φιλο πονώ] … Dictionary of Greek
κοιλιοπονώ — κοιλιοπονῶ, έω (Μ) (για επίτοκη γυναίκα) έχω ωδίνες τοκετού, κοιλοπονώ κατά τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + πονῶ (< πόνος), πρβλ. ματαιο πονώ, οφθαλμο πονώ] … Dictionary of Greek
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek